Τέμνω, τομή
Το ρήμα τέμνω σημαίνει «διαιρώ, κόβω, διασταυρώνουμε ή συναντάμε ο ένας τον άλλον».
Τομή: το σημείο στο οποίο διασταυρώνονται δύο ή περισσότερες ευθείες ή η γραμμή στην οποία συναντώνται δύο ή περισσότερα επίπεδα ή επιφάνειες.
Παραδείγματα:
Οι δύο ευθείες τέμνονται σε ένα σημείο.
Η διασταύρωση της οδού Α και της οδού Β είναι πολύ πολυσύχναστη.
Το σύνολο Α τέμνεται με το σύνολο Β στο στοιχείο Γ.